- ευεργέτης
- ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα)αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιοννεοελλ.1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου χρηματικού ποσού2. φρ. «εθνικός ευεργέτης» — αυτός που ευεργέτησε το έθνος με δωρεές και κληροδοτήματααρχ.1. τιμητικός τίτλος σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την πόλη («εὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη», Ηρόδ.)2. ως επίθ. αγαθοεργός, ευεργετικός («εὐεργέτης ἀνήρ», Πίνδ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ευεργός (< ευ + έργον) κατά τα οίκος > οικέτης].
Dictionary of Greek. 2013.